στραπατσάρισμα

στραπατσάρισμα
το, Ν [στραπατσάρω]
1. πρόκληση καταστροφής
2. μτφ. μείωση τής αξίας πράγματος ή τής δύναμης ή τής αξιοπρέπειας ενός προσώπου, εξευτελισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στραπατσάρισμα — το 1. ζημία, βλάβη. 2. εξευτελισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξευτελισμός — ο ηθική μείωση, ταπείνωση, καταρράκωση, στραπατσάρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσαλάκωμα — το, ατος 1. ζάρωμα, σούφρωμα, στραπατσάρισμα: Τσαλάκωμα της γραβάτας. 2. μτφ., ηθικός εξευτελισμός, στραπάτσο: Με την καταδίκη του έπαθε τσαλάκωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”